ἀπορριπτεῖ

ἀπορριπτεῖ
ἀπορρῑπτεῖ , ἀπορρίπτω
throw away
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἀπορρῑπτεῖ , ἀπορρίπτω
throw away
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπορρίπτει — ἀπορρί̱πτει , ἀπορρίπτω throw away pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀπορρί̱πτει , ἀπορρίπτω throw away pres ind mp 2nd sg ἀπορρί̱πτει , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 3rd sg ἀπορρί̱πτει , ἀπορρίπτω throw away imperf ind act 3rd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμοντερνισμός — Όρος ή σύστημα ιδεών που εμφανίζεται σε ποικίλα πεδία, μεταξύ των οποίων η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η μουσική, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η κοινωνιολογία, οι επικοινωνίες, η μόδα και η τεχνολογία. Ο μ. αναδύθηκε από το κίνημα του μοντερνισμού …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Καραΐτες — Ιουδαϊκή θρησκευτική αίρεση, την οποία ίδρυσε ο Ανάν μπεν Δαβίδ (8ος αι. μ.Χ.). Οι οπαδοί της δέχονται την Παλαιά Διαθήκη αλλά απορρίπτουν την ιερή παράδοση, επειδή πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή καλύπτει με πληρότητα τις ανάγκες της διδασκαλίας. * * …   Dictionary of Greek

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • άθεος — η, ο (Α ἄθεος, ον) 1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη τού Θεού 2. αθεόφοβος, ασεβής νεοελλ. 1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος αρχ. 1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία 2. που τόν… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”